Diclib.com
Διαδικτυακό λεξικό
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي
Κλείσιμο
Κλείσιμο
Λεξικά
ισπανικό λεξικό
-achuelo
Αναζήτηση
Τι (ποιος) είναι
-achuelo
- ορισμός
Εμφάνιση πρόσθετων πληροφοριών για αυτήν τη λέξη...
-
achuelo
-
achuelo
, -a
Sufijo formado con el despectivo "-acho" y el diminutivo "-uelo": "riachuelo".
achuela
HERRAMIENTA PARA TRABAJAR LA MADERA
Achuela; Zuela
sust. fem.
Santo Domingo.
Azuela.
achuela
HERRAMIENTA PARA TRABAJAR LA MADERA
Achuela; Zuela
achuela
(R. Dom.) f.
Azuela.
Παραδείγματα προφοράς από
www.voicecup.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Searching
Παραδείγματα από
www.pressmon.com
Περισσότερα παραδείγματα...
Αναζήτηση λεξικού
Προσαρμοσμένες λύσεις
Επικοινωνήστε μαζί μας
INTERFACE LANGUAGE
Ελληνικά
Русский
English
Español
Português
Deutsch
Français
Nederlands
Italiano
عربي